Τα Μυστικά του ΚΑΠΤΑΙΝ ΝΕΜΟ και του ΝΑΥΤΙΛΟΥ
22 Ιουνίου, 2020
ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ
20.000 Λεύγες κάτω από τις Θάλασσες
.
Ο ΥΠΟΒΡΥΧΙΟΣ ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑ ΜΥΗΣΗ
© ΣΙΜΟΝ ΒΙΕΡΝ
Από το 1870, από τότε που δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα 20.000 Λεύγες υπό τη Θάλασσα, ο πλοίαρχος Νέμο κι ο «Ναυτίλος» του παραμένουν στην μνήμη των αναγνωστών τους σαν πρόσωπα που έζησαν πραγματικά. (Άλλωστε, στην αρχή, ο Βερν τα παρουσίασε όλα ως «αληθινή ιστορία»…)
Ορισμένα επεισόδια έχουν εντυπωθεί μέσα μας και κεντρίζουν την φαντασία μας: η πάλη με το χταπόδι, η ταφή του δύτη κάτω απ’ την θάλασσα, η Ατλαντίδα που φωτίζεται απ’ το υποθαλάσσιο ηφαίστειο.
Πρόκειται για την εξιστόρηση μιας περιπέτειας που περιγράφεται σαν αληθινή και, σύμφωνα με την αρχή που διέπει όλα τα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν, ικανή να παρουσιάζει ακόμη και στους εφήβους του 1869 ορισμένες όψεις της επιστήμης με ελκυστικό τρόπο. Τα πέντε προηγούμενα μυθιστορήματα του Βερν δεν ξέφυγαν απ’ τον κανόνα αυτόν, κι ο συγγραφέας ισχυριζόταν πως αφηγείται και σ’ αυτά «αληθινές ιστορίες»…
Υπάρχει, ωστόσο, κάποια διαφορά ανάμεσα στα μυθιστορήματα αυτά: η γένεση του εν λόγω μυθιστορήματος είναι περισσότερο πολύπλοκη απ’ ό,τι τα προηγούμενα, και εκτείνεται σε μια πιο μακρόχρονη περίοδο (μόνο η Μυστηριώδης Νήσος θα έχει μεγαλύτερη κυοφορία). Οι επιστολές του Ιουλίου Βερν προς τον εκδότη του, Χέτζελ, που είναι ιδιαίτερα πολλές, επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την μυθιστορηματική δημιουργία από αρκετά κοντά.
Όλη η εκδοτική σειρά των έργων του Βερν, έβγαινε υπό τον γενικό τίτλο “Voyages Εxtraordinaires” (Παράξενα/Εκπληκτικά Ταξίδια)
.
Ήδη από το 1865, ο Ιούλιος Βερν σκέφτεται ένα νέο έργο. Έπειτα απ’ την εξερεύνηση στον αέρα (Πέντε Εβδομάδες με Αερόστατο), έπειτα απ’ την υπόγεια εξερεύνηση στην Κούφια Γη στο έργο Ταξίδι στο Κέντρο της Γης, έπειτα απ’ το ταξίδι προς την Σελήνη, κι έπειτα απ’ το ταξίδι γύρω απ’ τον κόσμο διασχίζοντας τις Θάλασσες (Τα Τέκνα του Πλοιάρχου Γκραντ), το να επινοήσει ένα νέο ταξίδι, κάτω απ’ τις θάλασσες, ανταποκρινόταν –στο μυαλό του Βερν– σε μια διπλή λογική: στην λογική του διδακτικού προγράμματος, που προοριζόταν να αναπτύξει τις γνώσεις της εποχής του για τον βυθό, πράγμα που οδήγησε τον μυθιστοριογράφο να περιπλανηθεί ο ήρωάς του «επί τόπου», (όπως έκανε, για παράδειγμα, κάπως, με τις γνώσεις που αφορούσαν το εσωτερικό της γήινης σφαίρας στο Ταξίδι στο Κέντρο της Γης), και στην λογική της εξερεύνησης της σφαίρας της φαντασίας, σε σχέση με τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (ή πέντε, αν προσθέσουμε και τον αιθέρα), αφού τα τέσσερα αρχέγονα στοιχεία είναι, διαδοχικά, τα κίνητρα της επινόησης, η φωτιά, ο αέρας, το νερό, η γη. Εδώ έχουμε κατάδυση στο στοιχείο του νερού (με την λογική ότι το Πέντε Εβδομάδες Σε Ένα Αερόστατο ήταν ανάδυση στο στοιχείο του αέρα, το Ταξίδι Στην Σελήνη στον αιθέρα, ή το Ταξίδι Στο Κέντρο της Γης κατάδυση στο στοιχείο της γης –αλλά και της φωτιάς, κλπ).
.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, μετά το 1865, κατά τις διακοπές του στο Σαντενέ, κοντά στην Νάντη –και στην θάλασσα– η δημιουργία αναπτύσσεται σε τρεις χρόνους. Πρώτα, ο Ιούλιος Βερν «σκέφτεται πολύ» το ταξίδι κάτω απ’ τα νερά και προγραμματίζει με τον αδερφό του τον Πωλ, αξιωματικό του ναυτικού, «τα απαραίτητα για την αποστολή μηχανήματα». Γρήγορα, ωστόσο, θα τον απασχολήσει ολοκληρωτικά ένα μακροσκελές διδακτικό έργο, Η Εικονογραφημένη Γεωγραφία της Γαλλίας και των Αποικιών της.
Μόλις το 1867, ξαναρχίζει πραγματικά το γράψιμο του μυθιστορήματος. Ενθουσιασμένος απ’ όσα βρίσκει («Α! Τι ωραίο θέμα, αγαπητέ μου Χέτζελ, τι ωραίο θέμα! Είμαι κατενθουσιασμένος…»), το μυαλό του «εκρήγνυται», «έπειτα από δεκαπεντάμηνη αποχή» (καθώς ήταν απασχολημένος με την Γεωγραφία). Μιλάει πράγματι για «ξαναγράψιμο», είναι ωστόσο γνωστό πως ο Βερν έγραφε πρώτα ένα πρόχειρο σχέδιο με μολύβι, πάνω στο οποίο «ξανάγραφε» με μελάνι την δεύτερη επιμελημένη εκδοχή. Η καθαρά μηχανική εξερεύνηση αποκτά τώρα μυθική όψη.
Προκαλεί, ωστόσο, και παράφορες συζητήσεις με τον εκδότη: πρέπει να δώσει στον αναγνώστη μια δικαιολογία γι’ αυτήν την απομόνωση στους βυθούς, από το μίσος προς την κοινωνία που νιώθει ο ήρωάς του. Ο Βερν αναζητά αρχικά έναν αληθοφανή ιστορικό λόγο: καθώς το Πολωνικό ζήτημα τον έχει βαθιά συγκινήσει, όπως και τους συγχρόνους του, προτείνει να δώσει αυτή την εθνικότητα στον ήρωά του κι επιμένει στα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας επιλογής, συσσωρεύοντας ταυτόχρονα τις συμφορές που θα μπορούσαν να βρουν έναν, προγραμμένο από τους Ρώσους, Πολωνό άρχοντα, και δικαιολογώντας, με τον τρόπο αυτό, την έχθρα και την μισανθρωπία του. Την λύση αυτή, όπως αναφέρεται σε κάποιο γράμμα, τελικά την απορρίπτει «για καθαρά εμπορικούς λόγους». Ο εκδότης του, Χέτζελ, έχει συνάψει συμφωνίες με την Ρωσία και τα έργα του Ιουλίου Βερν μεταφράζονται στα Ρωσικά! Μόνον η λύση αυτή, ωστόσο, στην οποία ο Βερν επανέρχεται το 1869, θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επίθεση του υποβρυχίου στο δίκροτο… Απορρίπτει, με την σειρά του, έναν Κάπταιν Νέμο ενάντιο στη δουλεία, που θα κυνηγούσε σωματέμπορους –μια λύση με πολιτικό περιεχόμενο…
.
Θα μείνουν, ωστόσο, μερικά ίχνη, όπως για παράδειγμα στο επεισόδιο όπου ο πλοίαρχος προσφέρει την βοήθειά του στους Έλληνες Επαναστάτες της Κρήτης… Να επινοήσει, εξάλλου, την πάλη του Νέμο ενάντια «σ’ έναν φανταστικό, και τόσο μυστηριώδη όσο κι αυτός ο ίδιος, αντίπαλο» (άλλη λύση του Χέτζελ), «δεν θα είναι τίποτα περισσότερο παρά μια μονομαχία ανάμεσα σε δυο άτομα. Κάτι που θα μείωνε την αξία του έργου…» Προτιμάει, κατά συνέπεια, να μην πει τίποτα για τους λόγους αυτής της έχθρας προς την κοινωνία, όπως και για όλη την ζωή αυτού του παράξενου ήρωα, καθώς και για την εθνικότητά του.
Ήταν η λύση που δίνει έμφαση στο Μυστήριο. Κάθε άλλη λύση –πέρα από το Μυστήριο– τού φαίνεται πως υποβαθμίζει το ανάστημά αυτού του ήρωα, όπως λέει και ξαναλέει πολλές φορές, και θα προτιμούσε ν’ αλλάξει ακόμα και το τέλος –το επεισόδιο του ναυαγισμένου πλοίου, που ενοχλούσε τον εκδότη, γιατί τον απασχολούσαν οι έφηβοι αναγνώστες του, καθώς…και οι γονείς τους. Διατηρεί, ωστόσο, το επεισόδιο αυτό, τονίζοντας το γεγονός ότι ο Νέμο, αντί να «σκοτώνει για να σκοτώσει», αποκρούει απλά μια επίθεση. Διατηρεί κυρίως το επεισόδιο του «Μάελστρομ» (του κυκλώνα –το οποίο είναι και μια αναφορά στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε), που, σύμφωνα με τις συμβουλές του Χέτζελ, το κάνει να φαίνεται πιο αληθοφανές, για να το κατορθώσει αυτό ο «Ναυτίλος» πρέπει να ταξιδεύει σε πολυσύχναστες θάλασσες.
Ο Ιούλιος Βερν γράφει πυρετωδώς το δεύτερο μέρος, ενώ το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος αρχίζει να δημοσιεύεται στο περιοδικό Magasin d’ Education et de Recreation (απ’ τις 20 Μαρτίου 1869, με δυο κεφάλαια κάθε δεκαπενθήμερο), και ταυτόχρονα ετοιμάζει το έργο Γύρω από τη Σελήνη, απ’ την οποία, καμιά φορά, όπως λέει, δυσκολεύεται να κατέβει, για να βυθιστεί κάτω απ’ τις θάλασσες…
Ο Ιούλιος Βερν παρουσιάζει, φυσικά, το ταξίδι κάτω απ’ τους ωκεανούς με μια πληθώρα από πραγματικές λεπτομέρειες. Λέει, σχετικά με το Είκοσι Χιλιάδες Λεύγες Κάτω απ’ τις Θάλασσες, πως «…πρέπει να καταστήσει αληθοφανές κάτι που είναι απίθανο». Γι’ αυτό και την περιπέτεια την διηγείται σε πρώτο πρόσωπο ένας πολύ σοβαρός ήρωας, παρ’ όλο που το όνομά του είναι κάπως παράξενο: Άρονάξ (κεφ. 2), πρόσθετος καθηγητής στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Παρισιού, συγγραφέας του έργου Οι Μεγάλοι Υπoβρύχιοι Βυθοί –στον οποίο θα αποδίδονται τόσο οι ανακαλύψεις του Νέμο, που ο τελευταίος θέλει να τις εμπιστευτεί σ’ ένα «μπουκάλι στη θάλασσα» όταν θα πρόκειται να πεθάνει, όσο κι η αφήγηση όσων ο Άρονάξ είδε πραγματικά ο ίδιος κάτω απ’ τα νερά, το μυθιστόρημα δηλαδή του Βερν. Η τελευταία αυτή αφήγηση χρειάζεται να καταστεί αξιόπιστη, κι ο Άρονάξ-Βερν το γνωρίζει αυτό πολύ καλά:
.
«(…) αυτή η ασυνήθιστη, υπερφυσική, απίθανη αποστολή, που η αληθινή εξιστόρησή της μπορεί να συναντήσει μερικούς δύσπιστους…» (1ο μέρος. κεφ. 3)
.
Και βεβαιώνει ξανά στο τελευταίο κεφάλαιο:
.
«(…) ξανακοιτάζω τις αφηγήσεις των περιπετειών αυτών. Είναι ακριβείς. Απόλυτα αληθινές. Δεν έχουν παραλείψει ούτε ένα γεγονός, δεν έχουν διογκώσει ούτε μια λεπτομέρεια. Είναι η πιστή εξιστόρηση αυτής της απίθανης αποστολής, κάτω από ένα απρόσιτο στον άνθρωπο στοιχείο που η πρόοδος θα ελευθερώσει μια μέρα τους δρόμους του.
»Θα με πιστέψουν; Δεν το ξέρω. Στο κάτω-κάτω, αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνο που μπορώ να βεβαιώσω τώρα, είναι το δικαίωμά μου να μιλάω γι’ αυτές τις θάλασσες, κάτω απ’ τις οποίες, σε λιγότερo διάστημα από δέκα μήνες, διέσχισα είκοσι χιλιάδες λεύγες, σ’ αυτόν τον υποθαλάσσιο γύρο του κόσμου (…)»
.
Ο Άρονάξ, που αφηγείται πράγματα παράξενα και φαινομενικά ανέφικτα, και που είναι ωστόσο πραγματικά, αναμφισβήτητα, παρουσιάζει το ίδιο το κείμενο, όπως γίνεται συχνά στο έργο του Ιουλίου Βερν, σαν εγγύηση για την αλήθεια των γεγονότων.
Ο μυθιστοριογράφος προσπαθεί στην αφήγησή του να πολλαπλασιάζει τις αναφορές στην πραγματικότητα : συσσώρευση από χρονολογίες στο πρώτο κεφάλαιο, ονόματα πλοίων που συναντήθηκαν με το «τέρας», ονόματα πλοίων που βυθίστηκαν (με ημερομηνίες και τόπους που δίνονται με ναυτικούς όρους), όλα τους αληθινά περιστατικά, περιγραφή του «Αβραάμ Λίνκολν», του πλοίου που κυνηγάει το «τέρας» και του οποίου τα μηχανήματα περιγράφονται με την ίδια επιμέλεια όπως και του «Ναυτίλου» αργότερα, δίνοντας έτσι στο πλοίο αυτό ένα είδος πιστοποιητικού γνησιότητας…
Όλο το επιστημονικό μέρος του έργου αποτελεί εγγύηση πραγματικότητας, μαζί με την περιττολογία των αυτόματων (ακριβέστατων ωστόσο) ταξινομήσεων του Κονσέιγ: τις απαριθμήσεις των κατοίκων των θαλασσών, που τις έχει πάρει απ’ τον Κιβιέ, καθώς και την χλωρίδα ή την διαμόρφωση του θαλασσινού βυθού, μάς τις αναφέρει σε κανονικά διαστήματα. «Πραγματικοί» ακόμα και οι τόποι που επισκέπτεται ή που διακρίνει στην επιφάνεια, καθώς κι η διαδρομή, που έχει χαράξει, για περισσότερη αληθοφάνεια, σε δυο προσαρτημένους στο κείμενο χάρτες.
Κι η ιστορία προσφέρει κι αυτή την δική της εγγύηση σ’ ό,τι αφορά την πραγματικότητα: επανάσταση των Ελλήνων στην Κρήτη, ανθενωτικός πόλεμος στις ΗΠΑ, υπενθύμιση του επεισοδίου του Εκδικητή (που το αφηγείται με σεβασμό κι ακρίβεια ο πλοίαρχος στο κεφ. 20) ή εκείνου με τις μπομπάρδες στον όρμο Βιγκί (κεφ. 8).
Αν πλέον εμείς, χάρη στα εξερευνητικά φιλμς του πλοίαρχου Κουστώ, θεωρούμε φυσικό να βλέπουμε όσα έβλεπαν ο Άρονάξ, ο Κονσέιγ κι ο Νεντ Λαντ απ’ το μεγάλο κρυστάλλινο φινιστρίνι του «Ναυτίλου», ο αναγνώστης του 1869 –που δεν ήξερε τίποτε από όλα αυτά– έπρεπε να δεχτεί να μπει στο παιχνίδι, να μπαρκάρει μέσα σ’ αυτό το απίθανο μηχάνημα –ακόμα κι αν ο Φούλτον είχε κατασκευάσει κιόλας έναν μικρό «Ναυτίλο», ακόμα κι αν ο Ιούλιος Βερν είναι πιθανό να γνώριζε τις δοκιμές του Πετί στον όρμο του ποταμού Σομ (όπου ο μυθιστοριογράφος έχει την «δεύτερη κατοικία» του), ή εκείνες του μηχανικού Κονσέιγ, του οποίου δανείζεται το όνομα για έναν απ’ τους ήρωές του…
Για να καταστήσει «πιστευτό» το υποβρύχιο κατασκεύασμά του, μάς δίνει με ακρίβεια τις διαστάσεις, την εσωτερική διαρρύθμιση, τις λεπτομέρειες για το μεταλλικό σκαρί και την διάταξη των «διαμερισμάτων» του καπετάνιου. Η υπέροχη εικονογράφηση του Νεβίλ ενισχύει την εντύπωση της πραγματικότητας.
Πρέπει να προσθέσουμε πως η εικόνα του «Ναυτίλου» είναι για εμάς, τους αναγνώστες του 20ού-21ου αιώνα, πολύ ευλογοφανής. Αν, ωστόσο, οι μηχανές βάζουν σε κίνηση μερικούς απόλυτα αληθοφανείς μηχανισμούς, κι αυτές οι ίδιες κινούνται χάρη σε μια άγνωστη ακόμα την εποχή εκείνη –και, εν πάση περιπτώσει, όχι απόλυτα τιθασευμένη– δύναμη, τον ηλεκτρισμό. Καμιά απ’ τις άλλες ενέργειες που χρησιμοποιούσαν τότε, δεν θα μπορούσε να βάλει μπρος το υποβρύχιο.
Το γεγονός όμως ότι καταφεύγει σε μια μαγική σχεδόν δύναμη, («ηλεκτρική», κάτι που φάνταζε μαγικό στην εποχή του), προκαλεί παράξενες αντιφάσεις: μπορεί, για παράδειγμα, να θαυμάζουμε σε μια σελίδα εικόνες που δείχνουν «ρεαλιστικές» μηχανές –ακόμα και οι βρύσες είναι σκαλισμένες σύμφωνα με την πιο υψηλή μόδα της εποχής– ενώ το κείμενο, αντίκρυ, ομολογεί με αφέλεια την αποτυχία του, καθώς ο πλοίαρχος Νέμο αποκρίνεται στον καθηγητή Άρονάξ, που παραξενεύεται για μια τέτοια χρήση του ηλεκτρισμού:
.
«Ως εδώ η δυναμική ισχύς του παρέμεινε πολύ περιορισμένη και δεν μπόρεσε να παραγάγει παρά μικρές μόνο δυνάμεις!
»(…) ο δικός μου ηλεκτρισμός δεν είναι όμοιος μ’ εκείνον του υπόλοιπου κόσμου –κι αυτά είναι όλα όσα μού επιτρέπεται να σας πώ σχετικώς…» (1ο μέρος, κεφ. 1’2)
.
Ακολουθεί, για να γεφυρωθεί η σχετική με την αληθοφάνεια δυσκολία, μια επίδειξη του τρόπου παραγωγής ηλεκτρισμού, που είναι απόλυτα σωστός κι αναμφισβήτητος σ’ επιστημονικό επίπεδο.
Ο «Ναυτίλος» δεν παύει, παρ’ όλα αυτά, να είναι ένα θαυμαστό μηχάνημα, και οι προσπάθειες του Βερν για να το καταστήσει «πιθανό», έχουν σαν κύριο αποτέλεσμα ν’ αφήσουν την φαντασία μας να επιβιβαστεί χωρίς δυσπιστία σ’ αυτό –χωρίς να διαμαρτύρεται η λογική– με τρόπο ώστε (όπως στα περισσότερα μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν) οι περιπέτειες που περιγράφονται να μοιάζουν με βίωμα, ενώ έχουν στην πραγματικότητα μια ολότελα διαφορετική διάσταση.
Απ’ την αρχή κιόλας, ο Άρονάξ φεύγει για να πολεμήσει «ένα τέρας», όπως όλοι οι μυθικοί ήρωες. Αυτός ο φιλήσυχος καθηγητής καταλαμβάνεται ξαφνικά από μυστικιστική έξαρση:
.
«…Τρία δευτερόλεπτα μετά απ’ την στιγμή που διάβασα την επιστολή του αξιότιμου γραμματέα του Ναυτικού [που τον καλούσε να πάρει μέρος στην αποστολή του «Αβραάμ Λίνκολν»], κατάλαβα επιτέλους πως ο πραγματικός προορισμός μου, ο μυστικός και μοναδικός σκοπός της ζωής μου, ήταν να κυνηγήσω αυτό το φοβερό τέρας και να απαλλάξω τον κόσμο απ’ αυτό…» (1ο μέρος, κεφ. 3)
.
Ο προορισμός αυτός επιβεβαιώνεται με το γεγονός ότι βρίσκεται «τυχαία» στην Νέα Υόρκη (επιστρέφει κουρασμένος από μια ειρηνική αποστολή στην Αλάσκα). Κι ακόμα, ανεβαίνει στο πλοίο την τελευταία στιγμή: «Έτσι λοιπόν, ένα μόνο τέταρτο της ώρας αν αργούσα, η φρεγάτα θα έφευγε χωρίς εμένα…» Για την «σύμπτωση» φαίνεται ότι φρόντισε η Θεία Πρόνοια, κι ο ήρωας είναι ο «εκλεκτός» της Μοίρας. Μπορεί ο σκοπός που έχει επιτευχθεί να είναι διαφορετικός από εκείνον που είχε προβλεφθεί, είναι ωστόσο κι αυτός εξίσου συμβολικός. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τις παρακάτω φράσεις:
.
«Στο ερώτημα που έθεσε πριν τρεις χιλιάδες χρόνια ο Εκκλησιαστής, “Ποιος μπόρεσε ποτέ να βυθομετρήσει τα βάθη της Αβύσσου;”, δυο μόνο, απ’ όλους τους ανθρώπους, έχουν το δικαίωμα ν’ απαντήσουν τώρα. Ο πλοίαρχος Νέμο κι εγώ…»
.
.
Η επιστήμη έγινε γνώση κι ο Άροναξ υποβλήθηκε σε μια πραγματική μύηση.
Αποσπάστηκε –κι ο όρος αυτός είναι ο σωστός, μέσα στην ίδια ακριβώς μορφή της περιπέτειας– απ’ τον βέβηλο κόσμο, περιορίστηκε μέσα σ’ έναν κλειστό χώρο, όπου κοιμάται μ’ έναν τεχνητό ύπνο, (δεν μπορούμε παρά να σκεφτούμε το δωμάτιο περισυλλογής και το ποτό της λήθης των τελετουργιών των Τεκτόνων). Ζει, κατόπιν, εκείνο που ο ίδιος αποκαλεί, στο τέλος του μυθιστορήματος, μια «υπερφυσική» ζωή.
…Η λέξη «θαυμαστός» επανέρχεται αδιάκοπα μπροστά σε θεάματα, που όχι μόνο προορίζονται αποκλειστικά για τον Νέμο και τον ίδιο (ο Κονσέιγ κι ο Νεντ Λαντ είναι απλοί κομπάρσοι, που δε νιώθουν την βαθύτερη αξία όσων τους προσφέρονται), αλλά έχουν και συμβολική έννοια. Έτσι, μέσα στα υποθαλάσσια δάση, στην Κρέσπο, όλα είναι «ανάποδα», όλα παραβαίνουν τους κανόνες του γήινου (του βέβηλου) κόσμου, επιβεβαιώνοντας πως ο υποβρύχιος κόσμος είναι ιερός.
Την ίδια σημασία έχουν οι θησαυροί (μαργαριτάρι, χρυσάφι στον όρμο Βιγκί), το «έσχατο άκρο» της Ατλαντίδας, μια έξοχη σκηνή, όπου το νερό κι η φωτιά ενώνονται, για να καταστήσουν ακόμα πιο μαγική αυτή την επιστροφή στις ρίζες.
«Περπατούσα ακριβώς εκεί όπου είχαν βαδίσει οι σύγχρονοι του πρώτου ανθρώπου»… Αυτό το άλλο έσχατο σημείο, ο Νότιος Πόλος, μια απάτητη γη που ανταποκρίνεται στα άλλα έσχατα σημεία των προγενέστερων μυθιστορημάτων, ο Βόρειος Πόλος όπου έφτασε ο Ατερά, το Κέντρο της Γης, στο οποίο πλησίασε ο Άξελ…
Η δυσκολία να φτάσει κανείς σ’ αυτό το σημείο, θυμίζει τα «αδιαπέραστα στενά» του τύπου «Συμπληγάδες», που συναντάμε σε πολλούς μύθους, κι η συντριβή του υποβρυχίου, στην επιστροφή, αποτελεί φανερή υπόμνηση αυτών. Επιπλέον, αυτή η κατάκτηση του Πόλου τοποθετείται στην προοπτική των μαγικών οικειοποιήσεων του κόσμου, που τις ξαναβρίσκουμε στις μυήσεις, και που καθιστούν αυτό τον έστω και ημιτελή γύρο του κόσμου κάτι περισσότερο απ’ το βολικό πλαίσιο μιας περιγραφής των επιστημονικών γνώσεων της εποχής εκείνης : εκείνος που γνώρισε, μ’ αυτό τον τρόπο, τον κόσμο, είναι ένας πραγματικός μύστης.
Η επιστροφή του Άρονάξ στον βέβηλο κόσμο, η αναγέννησή του, γίνεται όταν συμπληρώνει αυτές τις γνώσεις του. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος που διατρέχει, αν αγαπάει την ζωή του… Η εικόνα του κοχυλιού μέσα στο οποίο φυτοζωεί ένα μαλάκιο, επανέρχεται πολλές φορές ακόμα και στον ύπνο του:
.
«Ονειρευόμουνα –δεν επιλέγουμε τα όνειρά μας– ονειρευόμουνα πως η ζωή μου καταντούσε σαν την αδρανή ζωή ενός απλού μαλάκιου. Μου φαινόταν πως η σπηλιά αυτή [μέσα στο ηφαίστειο του νησιού όπου βρίσκεται ο «Ναυτίλος»] σχημάτιζε το διπλό καύκαλο του κοχυλιού μου…» (2ο μέρος. κεφ. 20)
.
Ο Άροναξ νιώθει τόσο ευτυχισμένος με την ζωή του μέσα στον «Ναυτίλο», ώστε παρατηρεί:
.
«Σαν πραγματικά σαλιγκάρια, είχαμε συνηθίσει το καβούκι μας και βεβαιώνω πως είναι εύκολο να γίνει κανείς ένα τέλειο σαλιγκάρι…» (1ο μέρος, κεφ. 23)
.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ο Νεντ Λαντ, (που το επίθετό του, Land, σημαίνει «γη»), ο Νεντ ο βέβηλος, λοιπόν, δεν δέχεται ποτέ την κατάσταση αυτή. Ο μύστης, ωστόσο, σαν άλλος Ιωνάς, πρέπει να βγει απ’ την κοιλιά της φάλαινας για να μεταβιβάσει τον ιερό λόγο. Ο Άρονάξ πρέπει τελικά να δεχτεί να βγει απ’ την βολική κοιλιά του «Ναυτίλου», για να μεταβιβάσει όλα όσα αγνοούν οι άνθρωποι: τις γνώσεις από τους βυθούς της θάλασσας και το μυστικό του Κάπταιν Νέμο, τα σύμβολα του άγνωστου κόσμου, που δεν επιτρέπεται παρά σ’ έναν μικρό μόνον αριθμό από εκλεκτούς να τον πλησιάσουν, με «υπερφυσικά μέσα» (για να μεταχειριστούμε τον ίδιο όρο με τον καθηγητή Άρονάξ).
Η αναγέννηση, που είναι το ίδιο επικίνδυνη και βίαιη όσο κι η είσοδος, υλοποιείται στο επεισόδιο του τυφώνα και της βάρκας, που «αποσπάται» απ’ τα πλευρά του «Ναυτίλου». Η τελετουργική λιποθυμία προηγείται της επιστροφής στον βέβηλο κόσμο. Κι αυτό, γιατί ο ιερός τόπος της θάλασσας έχει διπλή αξία, όπως κάθε ιερό στοιχείο: αγαθοποιό και κακοποιό. Μπορεί η θάλασσα να αφήνει πρόθυμα να μπαίνουν οι άνθρωποι σ’ αυτήν, να τρέφει και να ντύνει τους πιστούς της, όμως θυμίζει, πότε-πότε, πως έχει και θανατηφόρα δύναμη (και είναι και τόπος θανάτου, όπως και κάθε άλλος τόπος μύησης). Οι σκελετοί των καραβιών που έχει καταπιεί («καταβροχθίσει») γεμίζουν τους βυθούς. Πάνω απ’ όλα, ωστόσο, είναι για τους ήρωες μια δύναμη που πνίγει και συντρίβει, στα δυο επεισόδια της επιστροφής κάτω απ’ τους πάγους, καθώς και με το τιτάνιο χταπόδι.
Στην πρώτη περίπτωση, το νερό πήζει κι εγκλωβίζει τον «Ναυτίλο», ενώ οι επιβάτες μένουν σύντομα χωρίς αέρα –ο Άρονάξ λιποθυμάει, πράγμα που αποτελεί μια μορφή θανάτου. Στην δεύτερη, το χταπόδι, ή καλύτερα ένα τεράστιο καλαμάρι, (που ίσως έρχεται απευθείας απ’ τους Εργάτες της Θάλασσας του Βίκτωρ Ουγκώ, που ο Βερν μνημονεύει με σεβασμό στο κεφάλαιο 19 του 2ου μέρους), το καλαμάρι αυτό είναι ένα θαλασσινό τέρας, πιο άγριο ακόμα κι απ’ τον καρχαρία, κι είναι επικίνδυνο μόνο αν βγει κανείς απ’ τον «Ναυτίλο». Είναι ένα φανταστικό και πολύ πιο τρομακτικό όν. (Η ύπαρξη αυτών των τεράστιων πλασμάτων, βέβαια, από τότε μέχρι σήμερα, έχει πλέον επιβεβαιωθεί…)
Ξέρουμε τώρα πως ο Βερν κι ο Ουγκώ αδίκησαν πολύ αυτό το πλάσμα, που στην αρχαιότητα το κακοποίησαν σημαντικά λιγότερο από εμάς. Το χταπόδι συγκαταλέγεται ανάμεσα σ’ εκείνα τα μυθικά ζώα, των οποίων μάς δίνεται ένας κατάλογος στα πρώτα κεφάλαια –όταν μας μιλάει για τον «Ναυτίλο»– και αναφέρεται πάλι όταν το τέρας-χταπόδι εμφανίζεται πίσω απ’ το φινιστρίνι.
Τα μυθικά θέματα είναι πολλά σχετικά με αυτό: ο Ιούλιος Βερν μιλάει για «Κόμη των Ερινυών» και τονίζει αυτή την «ιδιοτροπία της φύσης», ένα μαλάκιο με ράμφος πουλιού, που αλλάζει χρώμα, που έχει τρεις καρδιές, που ο βραχίονάς του θυμίζει φίδι, που αναδίνει μια δυνατή μυρουδιά μόσχου και μπορεί να τυφλώσει τους αντιπάλους του εκσφενδονίζοντας ένα μαυριδερό υγρό. Επιπλέον, το χταπόδι επανέρχεται με το θέμα του θανατηφόρου αγκαλιάσματος στο μοτίβο του πνιξίματος στους πάγους…
Ανταποκρίνεται, ωστόσο, και σ’ ένα άλλο θέμα του τέρατος, σ’ εκείνο του ίδιου του «Ναυτίλου», ενός (μηχανικού) τέκνου της θάλασσας. Στην αρχή του μυθιστορήματος –μην γνωρίζοντας περί τίνος πρόκειται– μας παρουσιάζουν τον «Ναυτίλο» σαν θαλασσινό τέρας, σαν μυστηριώδες κι επικίνδυνο ζώο, αρκτοφάλαινα ή θαλάσσιο μονόκερω, κατά τον ειδικό Άρονάξ. Συναντάμε, ως την στιγμή που αναγνωρίζεται η σωστή ταυτότητά του, 34 φορές τη λέξη «τέρας», 23 φορές τη λέξη «αρκτοφάλαινα» ή «θαλάσσιος μονόκερως» (που παρουσιάζονται σαν σπάνια και τερατώδη ζώα, με όλη τη μυθική φόρτιση της λέξης Μονόκερως), 23 φορές ονόματα της κατηγορίας που περιλαμβάνει τα κήτη (μυθικά κι αυτά), 23 φορές το όνομα «ζώο» ή «πλάσμα» με κάποιο επίθετο (υπερφυσικό, φανταστικό, θαυμαστό), γίνεται 5 φορές λόγος, αν και με τρόπο κάπως ειρωνικό, για θαλάσσιο φίδι, 23 φορές για το Κράκεν (είδος τιτάνιου φανταστικού χταποδιού των θαλασσών της Νορβηγίας, που είναι ικανό, σύμφωνα με την μυθολογία, να σταματάει τα πλοία), 1 φορά για Λεβιάθαν.
Όλη η εισαγωγή στην υποβρύχια ναυσιπλοΐα τοποθετείται, επιπλέον, χάρη σ’ ένα επιδέξιο «σασπένς», κάτω απ’ τον χαρακτήρα του μυστηρίου και κάτω απ’ την επίκληση του Οιδίποδα και της Σφίγγας (μέρος 10, κεφ. 10).
Μια μόνο φορά γίνεται αναφορά στην δυνατότητα να πρόκειται για ένα υποβρύχιο πλοίο (κεφ. 2), με τρόπο πολύ υπαινικτικό και που αναιρείται αμέσως στο όνομα των τεχνικών δυνατοτήτων του έτους 1868. Αποκλείεται ένα μηχάνημα να μπορεί να μετακινείται τόσο γρήγορα και τόσο μακριά και να έχει τόση δύναμη. Κι ωστόσο… Όταν ο καθηγητής Άρονάξ πρέπει ν’ αναγνωρίσει το λάθος του, λέει :
.
«Έπρεπε οπωσδήποτε να το παραδεχτούμε πως το ζώο, το τέρας, το φυσικό φαινόμενο που είχε προβληματίσει ολόκληρο τον επιστημονικό κόσμο κι είχε παραπλανήσει την φαντασία των ναυτικών και στα δύο ημισφαίρια με την δράση του, ήταν ένα πιο εκπληκτικό ακόμα φαινόμενο, ένα φαινόμενο που είχε δημιουργήσει το ίδιο το ανθρώπινο χέρι!
.
»Η ανακάλυψη του πιο μυθικού, του πιο μυθολογικού πλάσματος, δεν θα με είχε εκπλήξει στον ίδιο βαθμό. Να προέρχεται κάτι το θαυμαστό απ’ τον Δημιουργό, είναι πολύ απλό. Να βρίσκεις, ωστόσο, ξαφνικά μπροστά στα μάτια σου κάτι το ανέφικτο, που να υλοποιείται κατά μυστηριώδη τρόπο, από τον άνθρωπο, ήταν κάτι που σου ζάλιζε το μυαλό…» (1ο μέρος, κεφ. 7)
.
Με το να προκύπτει τελικά ότι ήταν μηχανική συσκευή, ο «Ναυτίλος» δεν διατήρησε λιγότερο έναν «μυθολογικό» χαρακτήρα. Ακόμα και το όνομά του είναι εκείνο που δίνουν στα ζώα της θάλασσας, που λέγονται και Αργοναύτες, όπως υπενθυμίζει ο Ιούλιος Βερν (μέρος 2ο, κεφ. 1), κι ο Κονσέιγ, που παρατηρεί αυτά τα ζώα που συνόδευαν το υποβρύχιο, λέει –παρ’ όλο που αυτός δε ρέπει καθόλου προς τις αλληγορικές εκφράσεις– ότι δίνουν μια καλή εικόνα του πλοιάρχου και της συσκευής του. Μπορεί να λέει ο συγγραφέας στο κεφάλαιο 7: «Δεν βρισκόμαστε πια στην εποχή που οι άνθρωποι, όπως ο Ιωνάς, καταφεύγουν στην κοιλιά της φάλαινας», αυτό, ωστόσο, συμβαίνει κι εδώ. Ο «Ναυτίλος» είναι μια μυθική φάλαινα, ένα ιερό τέρας, σωτήρας και καταστροφέας, μια «ιερή κιβωτός», όπως λέει ο μυθιστοριογράφος, στο επεισόδιο που το πλοίο απωθεί τους αγρίους που θέλουν να το καταλάβουν, κατά κάποιον τρόπο με τις ίδιες του τις δυνάμεις, χάρη, δηλαδή, στην ηλεκτρική-μαγική φύση του.
Ο «Ναυτίλος» είναι ταυτόχρονα τόπος επαναστροφής, κοιλιά ευδαιμονίας. Όταν ο Ιούλιος Βερν αποφασίζει να βάλει τον Κάπταιν Νέμο να ζει αποκλειστικά και μόνο μέσα στην θάλασσα –μέσα στο παράξενο σκάφος τoυ– «γεγονός που θα δώσει πρωτοτυπία στο έργο», διευκρινίζει: «και σας παρακαλώ να πιστέψετε ότι η κιβωτός του θα έχει κάπως καλύτερα διευθετηθεί από εκείνην του Νώε…»
.
Έτσι, ο «Ναυτίλος» συγκαταλέγεται πολύ περισσότερο στην κατηγορία των συμβόλων παρά σ’ εκείνη των «επιστημονικών προφητειών» του Ιουλίου Βερν. Ενσωματώνεται στον μύθο του ήρωα, του οποίου είναι απόρροια, όργανο, υπηρέτης. «Η σάρκα της σάρκας του», λέει ο πλοίαρχος ότι είναι (μέρος 10, κεφ. 13), γιατί είναι «νοήμων, τολμηρός κι άτρωτος» (μέρος 20, κεφ. 4).
Ο αφέντης του πλοίου, ο Κάπταιν Νέμο, που δημιούργησε ένα τέρας και ταυτίστηκε με τον τρόπο αυτό με τον Δημιουργό των πάντων, είναι ακόμα ένας σύγχρονος Οδυσσέας. Το όνομά του αποτελεί φανερή αναφορά, μέσα στο πνευματικό πλαίσιο της εποχής, ακόμα κι αν τον δικαιολογεί στον ίδιο του τον εαυτό η επιθυμία να μην είναι πια κανένας για τον κόσμο (τον οποίο πλέον μισεί). Είναι γνωστό ότι στη ραψωδία 9 της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας, που έχει αιχμαλωτιστεί στην σπηλιά του Κύκλωπα, όταν δραπετεύει αποκρίνεται στον Κύκλωπα που του ζητάει το όνομά του, πως λέγεται «Κανένας» (στα λατινικά: «Nemo», Καπετάνιος Κανένας). «Το Όνομά Μου Είναι Κανένας» (Nemo).
Αλλά, εδώ, ο Οδυσσέας μας, παρ’ όλο που διασχίζει τις θάλασσες, δεν ψάχνει να βρει κάποια Ιθάκη. Θέλει να ζει ολοκληρωτικά κι αποκλειστικά μέσα στο επίκεντρο του ανεξερεύνητου, μέσα στο ιερό και μητρικό στοιχείο, την θάλασσα-μήτρα, απ’ την οποία «όλα (του) προέρχονται τώρα […] όπως κι όλα θα του επιστραφούν κάποια μέρα».
Στον πραγματικό ύμνο στη θάλασσα, στο τέλος του 10oυ κεφαλαίου, εξαίρει σε λυρικό ύφος –αυτός ο τόσο ψυχρός πολεμιστής– το μεγαλείο της, τα πλούτη της, βλέπει ιδιαίτερα σ’ αυτήν το σύμβολο της απόλυτης ελευθερίας, που διαφορετικά είναι αδύνατη για τον άνθρωπο.
Η θάλασσα τον μετατρέπει σ’ ένα έξω απ’ την ανθρωπότητα πλάσμα –ο Άρονάξ το λέει αυτό πολλές φορές– αλλά και πάνω απ’ αυτήν. Θα μπορούσε, αν ήθελε, να γίνει κυρίαρχος του κόσμου! (Και σε κάποιο άλλο μυθιστόρημα, αργότερα, ένας άλλος εφευρέτης κάποιου τερατώδους μηχανήματος, εναέριου την φορά αυτή, θα υποκύψει στον πειρασμό (ο Ροβήρος, στο Ο Άρχοντας του Κόσμου, 1904).
Ο Κάπταιν Νέμο όμως προτιμάει να ζει μακριά απ’ αυτή την ανθρωπότητα, που μισεί –με μερικές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις: τον Άρονάξ και τους συντρόφους του, τους Έλληνες επαναστάτες, αλλά και τους καταπιεσμένους κάθε εθνικότητας. Οι εξαιρέσεις αυτές επιτρέπουν στο να διεγείρουν την συμπάθεια του αναγνώστη, όπως τόσο συχνά απαιτούσε ο εκδότης Χέτζελ, που τον ενοχλούσαν οι υπερβολές της παραφοράς του πλοιάρχου (και της μισανθρωπίας του). Δίνουν, ωστόσο, κατά κάποιον τρόπο στον όρο «ήρωας» την ετυμολογική του έννοια: μισός άνθρωπος, μισός θεός. Και είναι κι αυτός μύστης, σε ανώτερο βαθμό από εκείνον του Άρονάξ, που δίπλα του ο Νέμο παίζει τον ρόλο του οδηγού και του ιερέα, που ξεσκεπάζει τα μυστικά, ακόμα κι αν έχει πάρει την απόφαση να μην τον αφήσει να τα μεταδώσει και σε άλλους…
Διότι, εξαιρετικά, ο Κάπταιν Νέμο παραμένει πάντα στην φάση του μυσταγωγικού θανάτου, μαζί με το υποβρύχιο κοινόβιο που δημιούργησε, στο οποίο έδωσε έναν πραγματικό τελετουργικό κανονισμό και μια ακατανόητη για τους βέβηλους γλώσσα (ο Ιούλιος Βερν επινοεί για τις ανάγκες του έργου πολλές νέες παράξενες λέξεις), ζει έξω απ’ τον χρόνο, όπως ζει κι έξω απ’ τον κόσμο. Έτσι, οι μεγάλοι καλλιτέχνες, γι’ αυτόν, δεν έχουν ηλικία, κι οι μουσικοί είναι όλοι «σύγχρονοι του Ορφέα» (μέρος
10, κεφ. 11).
.
Ο ήρωας, όμως, αυτός, δεν είναι στατικός. Ο Άρονάξ βλέπει σ’ αυτόν μια κατάθλιψη, μια επιδείνωση της απελπισίας. Ο Κάπταιν Νέμο δεν μπορεί να αντισταθεί στον ρομαντικό πειρασμό να προκαλέσει το ιερό στοιχείο, πάνω στο οποίο κυριάρχησε τόσο καλά με το υποβρύχιο πλεούμενό του. Προκαλεί τον Θεό στη σκηνή όπου «φαινόταν σαν ν’ ανάσανε μέσα του την ψυχή της θύελλας», τώρα που ο «Ναυτίλος» βρισκόταν στην επιφάνεια κι ο Κάπταιν έμενε «αμετακίνητος πάνω στην πλατφόρμα». «Θα έλεγε κανείς πως ο Κάπταιν Νέμο, επιζητώντας έναν θάνατο όπως του άξιζε, πήγαινε γυρεύοντας να κεραυνοβοληθεί…» (μέρος 20, κεφ. 19). Είναι «ένας δαίμονας της θάλασσας» (μέρος 20, κεφ. 9, 23), αλλά ταυτόχρονα είναι και «ο αρχάγγελος του μίσους» (μέρος 20, κεφ. 22) κι αντικαθιστά τον Θεό στο έργο της δικαιοσύνης (είτε ως αντικαταστάτης είτε ως απεσταλμένος).
Αυτό, ωστόσο, αποτελεί φοβερό αμάρτημα: και έτσι το ιερό στοιχείο επικρατεί, η θάλασσα καταπίνει τον «Ναυτίλο» και τον αφέντη του. Κι εδώ ακόμα ο Ιούλιος Βερν, φανερά επηρεασμένος απ’ τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, μιλάει μ’ ενθουσιασμό γι’ αυτό το τέλος του μυθιστορήματός του.
Ο συγγραφέας θέλει να δείξει πως η μοίρα του Κάπταιν Νέμο είναι «παράξενη», αλλά «και μεγαλειώδης», κι έτσι τα ερωτήματα στο τέλος του τελευταίου κεφαλαίου δεν είναι μόνον ένας επιδέξιος τρόπος για να μας επιφυλάξει ένα τελευταίο «σασπένς», που την τελευταία στιγμή «ανοίγει» την αφήγηση αντί να την τελειώνει, αλλά αποφεύγει ακόμα και να απαντήσει στα ερωτήματα που τίθενται σχετικά με τον μυστηριώδη πλοίαρχο, και που τελικά δίνουν στον ήρωα το υπερφυσικό του ανάστημα.
.
Σύμφωνα, ωστόσο, με την ευχή που κάνει ο Άρονάξ, και χωρίς αμφιβολία και οι αναγνώστες, ο Κάπταιν Νέμο θα εμφανιστεί και πάλι για να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά, σε ένα άλλο έργο…
Την στιγμή που ο Ιούλιος Βερν έβαζε την οριστική τελεία στο Είκοσι Χιλιάδες Λεύγες Κάτω Απ’ Τις Θάλασσες, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν σκέφτεται ένα έργο σαν κι αυτό.
Όταν, όμως, ξαναγυρίζει σ’ ένα παλιό του σχέδιο (προγενέστερο του μυθιστορήματός μας) και τελικά καταπιάνεται με το γράψιμο του έργου Η Μυστηριώδης Νήσος (στο οποίο επιστρέφει ο Κάπταιν Νέμο), συλλαμβάνει την μεγαλοφυή ιδέα να διευρύνει το έργο του, τοποθετώντας στο πιο απάτητο μέρος του παράξενου νησιού, μέσα σ’ ένα υποθαλάσσιο σπήλαιο, τον «Ναυτίλο» και τον αφέντη του. Πιστός στην μισανθρωπία του, ο Κάπταιν Νέμο δεν αφήνει να τον δουν, εκτός απ’ την στιγμή που το αποφασίζει μόνος του, την έσχατη στιγμή της αγωνίας του. Διαδραματίζει, για τους ήρωες της περιπέτειας, τον ρόλο της Θείας Πρόνοιας –κι ένας απ’ αυτούς τον βλέπει αρκετά καθαρά, με τα χαρακτηριστικά που δίνουν στις αφελείς απεικονίσεις του καλού Θεού στις εκκλησίες.
Εν πάση περιπτώσει, ο Ιούλιος Βερν δίνει στον Νέμο, όταν πια ο τελευταίος βρίσκεται στο νεκροκρέβατό του, επιτέλους μια εθνικότητα και μια ιστορία –μαντεύουμε εδώ καθαρά την πίεση που άσκησαν ο εκδότης Χέτζελ και οι αναγνώστες. Ο Βερν δεν ήθελε να το κάνει αυτό, να του δώσει εθνικότητα και ιστορία, αλλά εξαναγκάστηκε από τις συνεχείς πιέσεις.
Ο μυθιστοριογράφος, όμως, τα βγάζει πέρα πολύ έξυπνα –κι όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη διεθνή πολιτική και το διεθνές εμπόριο: ο Κάπταιν Νέμο γίνεται ο Ινδός πρίγκιπας Ντακάρ. Αν και είχε απόλυτο δίκιο να μισεί τους Άγγλους και να βουλιάζει τα καράβια τους (όταν αυτά του επιτίθενται), χάρη στο γεγονός αυτό η επιστροφή στην πεζή πραγματικότητα τελικά αντισταθμίζεται με ό,τι μυθικό μπορεί να διαθέτει η Ινδία…
Ο Νέμο δεν ξέρει πια αν είχε άδικο ή δίκιο και, παρά την συγγνώμη της ανθρωπότητας, που του δίνεται με το στόμα του Σάιρους Σμιθ, παρά την συμφιλίωσή του με τους ανθρώπους –όσους, τουλάχιστον, είχε την ευκαιρία να δει στο νησί του– έχει κανείς την εντύπωση πως τους συμπεριφέρθηκε όπως είχε συμπεριφερθεί, για τον ίδιο λόγο, και στον Άρονάξ: επικοινωνεί μαζί τους επειδή αποτελούσαν μιαν ασυνήθιστη κοινότητα. Από τα μυστικά του, εξάλλου, δεν μπορεί να τους αποκαλύψει παρά τα πιο ανθρώπινα, ενώ ο «Ναυτίλος», αιχμαλωτισμένος στην σπηλιά, τού χρησιμεύει για αιώνιος τάφος. (Ο Ιούλιος Βερν επέμενε πολύ στο γεγονός να χρησιμοποιηθεί ο «Ναυτίλος» για τάφος του Κάπταιν Νέμο, και να μην πάρουν τον «Ναυτίλο» οι ναυαγοί για να δώσουν ένα τέλος στην εξορία τους…)
Σ’ αυτές τις πολύ ωραίες εικόνες του ετοιμοθάνατου Κάπταιν Νέμο, ο αναγνώστης προσθέτει εκείνες του πρώτου μυθιστορήματος: τον Νέμο να παίζει το εκκλησιαστικό όργανο του «Ναυτίλου» χτυπώντας μόνο τα μαύρα πλήκτρα (μέρος 10, κεφ. 22) ή, μετά την δολοφονική επίθεση, «βυθισμένον σε μια έκσταση που εκμηδενίζει όλες τις αισθήσεις». Τον ξαναβλέπει να στήνει την σημαία του στον Νότιο Πόλο και να διακηρύσσει την αγάπη του για την Ελευθερία.
.
Δεν πρέπει πάντως να πιστέψει κανείς πως ο Ιούλιος Βερν επιφόρτισε τον ήρωά του να μεταφέρει κάποιο –λιγότερο ή περισσότερο– αναρχικό, πολιτικό μήνυμα. Όχι. Σίγουρα όχι. Όλη η αλληλογραφία που έχει διασωθεί βεβαιώνει πως ο Ιούλιος Βερν δε συμμεριζόταν την ιδεολογία αυτή ούτε κατά διάνοια. Η αγάπη του για την ελευθερία είναι πιο γενική, πιο ενδόμυχη, πιο προσωπική και πιο υποσυνείδητη. Ο Κάπταιν Νέμο αντιπροσωπεύει, κατά συνέπεια, ένα παράφορο Ιδεώδες της Απόλυτης Ελευθερίας, μαζί με την τραγωδία της μοναξιάς που συνεπάγεται. Ήδη από το 1857, ο Μπωντλαίρ τραγουδούσε :
.
«Άνθρωπε λεύτερε, πάντα θ’ αγαπάς τη θάλασσα!…»
.
Και:
.
«Οπουδήποτε! Οπουδήποτε! Αρκεί να είναι μακριά από αυτόν τον κόσμο…»
.
Ο Κάπταιν Νέμο, ωστόσο, σήμερα δεν θα ήταν πια ελεύθερος ούτε στον βυθό των ωκεανών: τον Μάιο του 1977, μια διεθνής σύσκεψη για «τα δικαιώματα της θάλασσας» (το «Δίκαιο της Θάλασσας»), μοιράζει τους ωκεανούς και τον πλούτο τους ανάμεσα στα διάφορα έθνη.
Ο Κάπταιν Νέμο θα μπορούσε να ανήκει πλέον μόνο στο εξώτερο διάστημα…
Στα ταξίδια μου (που κινούνται από την περιέργεια) συγκεντρώνω όλων των ειδών τις ενημερώσεις, ενίοτε και για λογαριασμό των φιλομαθών αναγνωστών μου.Σας ενημερώνω (ενημερωθείτε επιτέλους!) ότι η Ρωσία εξάγει 60…


Το μεγάλο μυστήριο της Ανταρκτικής χρονολογείται από το 1520, όταν ο Μαγγελάνος κάνοντας τον γύρο του Ακρωτηρίου Χόρν (Cape Horn) –που στέκει στην άκρη της σημερινής Χιλής και είναι το…
Ίσως το μεγαλύτερο μυστικό των Ίνκας ήταν η θρυλική «χαμένη πόλη των Άνδεων», που τελικά την ανακάλυψε ο Χίραμ Μπίγκαμ το 1911, γνωστή ως «Μάτσου-Πίτσου». .Ανακαλύφθηκαν οι δύο ιεροί πλακόστρωτοι…


Τους τελευταίους μήνες, ο Αυστραλός Αμπορίτζιναλ Ιθαγενής που έχω φιλεύσπλαχνα υιοθετήσει ώστε να παίζει τον ρόλο του πιστού υπηρέτη μου, όταν δεν πετάει μπούμερανγκ εδώ κι εκεί διαλύοντας το σπίτι…